πρωτόχρονος

πρωτόχρονος
-ον, Α
αυτός που βρίσκεται στην αρχή τής νιότης του, στην ακμή τής εφηβικής ηλικίας, ο πρώθηβος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + χρόνος (πρβλ. πολύ-χρονος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοχρόνου — πρωτόχρονος primaevus masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτόχρονοι — πρωτόχρονος primaevus masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοχρονώ — έω, Α [πρωτόχρονος] προηγούμαι χρονικώς …   Dictionary of Greek

  • χρόνος — I Κατά την αρχαία ελληνική μυθολογία, ο X. ήταν θεότητα που προσωποποιούσε την αιωνιότητα. Πρώτος ο Φερεκύδης ανέφερε τον X. ως θεότητα. Οι Ορφικοί παραδέχονταν τον X. ως αρχή του κόσμου. Η θεοποίηση του X. παρατηρείται και στους ποιητές των… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”